Wskakiwać στα ελληνικά
Μετάφραση: wskakiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Μεταφράσεις
- ciągnik στα ελληνικά - τρακτέρ, ελκυστήρα, ελκυστήρας, ελκυστήρων, του ελκυστήρα
- despotycznie στα ελληνικά - δεσποτικά, αυταρχικά
- dążenie στα ελληνικά - επίτευγμα, φιλοδοξία, καταδίωξη, απορρόφηση, βλέψη, ασχολία, αναρρόφησης, ...
- długodystansowy στα ελληνικά - Long Distance, Υπεραστικές, μεγάλων αποστάσεων, μεγάλης απόστασης, μεγάλη απόσταση
Τυχαίες λέξεις
Wskakiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Μεταφράσεις: καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει