Wskrzesić στα ελληνικά
Μετάφραση: wskrzesić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναζωογονώ, αναβιώνω, ανασταίνω, αναστήσει, αναστηθεί, αναστήσω, αναστήσει την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bać στα ελληνικά - φοβάμαι, φόβος, φόβο, φόβου, το φόβο, ο φόβος
- eon στα ελληνικά - αιών, Aeon, αιώνος τούτου, αιώνος
- gwiazda στα ελληνικά - αστέρι, πρωταγωνιστής, αστέρων, Κατηγορία, αστέρων ξενοδοχείο
- internetowy στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, Συνδεδεμένοι, σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, απευθείας
Τυχαίες λέξεις
Wskrzesić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναζωογονώ, αναβιώνω, ανασταίνω, αναστήσει, αναστηθεί, αναστήσω, αναστήσει την
Μεταφράσεις: αναζωογονώ, αναβιώνω, ανασταίνω, αναστήσει, αναστηθεί, αναστήσω, αναστήσει την