Wspiąć στα ελληνικά
Μετάφραση: wspiąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, όρος, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aluwium στα ελληνικά - πρόσχωση, λάσπη, αλλουβιανές, τις αλλουβιανές, αλλούβιου
- donosiciel στα ελληνικά - καταδότης, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
- dyspergator στα ελληνικά - μέσο διασποράς, παράγοντα διασποράς, διασκορπιστικό, ουσία διασποράς, μέσου διασποράς
- idiotyzm στα ελληνικά - ηλιθιότητα, την ηλιθιότητα, ανοησίας, βλακεία, ηλιθιότητας
Τυχαίες λέξεις
Wspiąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, όρος, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, όρος, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που