Wspomagać στα ελληνικά

Μετάφραση: wspomagać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοήθεια, καθησυχάζω, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Wspomagać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • farmakopea στα ελληνικά - φαρμακοποιία, φαρμακοποιίας, Pharmacopoeia, φαρμακοποιίας αυτής, φαρμακοποιΐα
  • fircykowaty στα ελληνικά - foppish
  • fragmentaryczny στα ελληνικά - αποσπασματικός, πρόχειρος, αποσπασματική, τμηματική, αποσπασματικά, αποσπασματικές
  • futuryzm στα ελληνικά - φουτουρισμός, φουτουρισμό, φουτουρισμού, ο φουτουρισμός, του φουτουρισμού
Τυχαίες λέξεις
Wspomagać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοήθεια, καθησυχάζω, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν