Wstępować στα ελληνικά

Μετάφραση: wstępować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνενώνω, μπαίνω, συνδέω, ανεβαίνω, αναρριχώμαι, εισέρχομαι, ενώνω, κατατάσσομαι, αποδέχομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Wstępować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barwa στα ελληνικά - βάφω, ατμόσφαιρα, χρώμα, έγχρωμος, τόνος, χρώματος, το χρώμα, ...
  • eklektyzm στα ελληνικά - ελεκτικότητα, εκλεκτισμός, εκλεκτικισμού, εκλεκτικισμό, εκλεκτικισμός
  • faszyzm στα ελληνικά - φασισμός, φασισμού, φασισμό, του φασισμού, ο φασισμός
  • heliograwiura στα ελληνικά - ηλιοχάραξη, ηλιοχάραξης, ηλιοτυπία, της ηλιοχάραξης
Τυχαίες λέξεις
Wstępować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνενώνω, μπαίνω, συνδέω, ανεβαίνω, αναρριχώμαι, εισέρχομαι, ενώνω, κατατάσσομαι, αποδέχομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν