Wstrzykiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: wstrzykiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει
Wstrzykiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afrodyzjak στα ελληνικά - αφροδισιακό, αφροδισιακή, αφροδισιακές, aphrodisiac, αφροδισιακά
  • autorytet στα ελληνικά - κύρος, αυθεντία, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
  • dwójkowo-szesnastkowy στα ελληνικά - δυαδικό, δυαδικά, δυαδικώς, δυαδικών, δυαδική
  • hydroksyl στα ελληνικά - υδροξυ, υδρόξυ, υδροξύ, υδροξυ-, υδροξύλιο
Τυχαίες λέξεις
Wstrzykiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει