Wtedy στα ελληνικά
Μετάφραση: wtedy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πότε, έπειτα, τότε, μετά, όταν, στη συνέχεια, συνέχεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apofonia στα ελληνικά - ετεροποίωση
- aseksualny στα ελληνικά - άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
- chlorowany στα ελληνικά - χλωριωμένα, χλωριωμένο, χλωριωμένων, χλωριωμένες, χλωριωμένου
- gilotyna στα ελληνικά - καρμανιόλα, λαιμητόμος, γκιλοτίνα, γκιλοτίνας, λαιμητόμου
Τυχαίες λέξεις
Wtedy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πότε, έπειτα, τότε, μετά, όταν, στη συνέχεια, συνέχεια
Μεταφράσεις: πότε, έπειτα, τότε, μετά, όταν, στη συνέχεια, συνέχεια