Wyściskać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyściskać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουλώ, στύβω, στριμώχνω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analityk στα ελληνικά - αναλυτής, αναλυτή, αναλυτής της, αναλυτών, ο αναλυτής
- chrypka στα ελληνικά - βραχνάδα, βράγχος φωνής, βράγχος, τη βραχνάδα, βραχνάδας
- cieczowy στα ελληνικά - υγρό, Υγρά, Liquid, Υγρή, Υγρές
- decydowanie στα ελληνικά - αποφασίζει, να αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσει, αποφασιστεί
Τυχαίες λέξεις
Wyściskać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουλώ, στύβω, στριμώχνω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Μεταφράσεις: ζουλώ, στύβω, στριμώχνω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως