Wyświadczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wyświadczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγάζω, εξυπηρετώ, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Wyświadczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrząkanie στα ελληνικά - γρυλλίζω, μουρμουρίζω, ρουθούνισμα, grunting
  • dezercja στα ελληνικά - αποσκίρτηση, αποστασία, λιποταξία, εγκατάλειψη, λιποταξίας, εγκατάλειψης, ερήμωση
  • donosicielski στα ελληνικά - καταγγελτικός, κηρυγματικό, καταγγελτική, απαξιωτικές
  • filisterstwo στα ελληνικά - αυταρέσκεια
Τυχαίες λέξεις
Wyświadczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγάζω, εξυπηρετώ, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν