Wybitność στα ελληνικά

Μετάφραση: wybitność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεροχή, Σεβασμιώτατος, Σεβασμιώτατο, Ο Σεβασμιώτατος, ύψωμα
Wybitność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czochranie στα ελληνικά - κελαρύζω, κυμάτισμα, κυματισμός, ξαίνω, λαναρίζω, hackle
  • edytować στα ελληνικά - εκδίδω, επιμελούμαι, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ
  • erupcyjny στα ελληνικά - εκρηκτικός, εκρηκτικές, eruptive, εξανθηματικά, εκρηξιγενή
  • fornirować στα ελληνικά - λούστρο, καπλαμά, καπλαμάς, καπλαμάδες, καπλαμάδων
Τυχαίες λέξεις
Wybitność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεροχή, Σεβασμιώτατος, Σεβασμιώτατο, Ο Σεβασμιώτατος, ύψωμα