Wybredność στα ελληνικά
Μετάφραση: wybredność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακριβολογία, κομψότητα, λεπτότητα, νοστιμάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biologicznie στα ελληνικά - βιολογικά, βιολογικώς, βιολογική, βιολογικής
- bufon στα ελληνικά - παλιάτσος, γελωτοποιός, buffoon, καραγκιόζη, μπούφοι
- gratisowy στα ελληνικά - τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, gratis, δωρεάν Πληροφορίες, δωρεάν Το, τζάμπα
- instruktaż στα ελληνικά - προπόνηση, προπονούμενος, εκπαίδευση, διδασκαλία, διδασκαλίας, τη διδασκαλία, διδακτικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Wybredność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακριβολογία, κομψότητα, λεπτότητα, νοστιμάδα
Μεταφράσεις: ακριβολογία, κομψότητα, λεπτότητα, νοστιμάδα