Wybudować στα ελληνικά
Μετάφραση: wybudować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίζω, μπόι, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
![Wybudować στα ελληνικά Wybudować στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pl-gr-35884.png)
Μεταφράσεις
- debiutant στα ελληνικά - πουλάρι, debutant
- dowcipny στα ελληνικά - σπιρτόζος, πνευματώδης, ευτράπελος, αστείος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, ...
- głośnia στα ελληνικά - γλωττίδα, γλωττίδας, της γλωττίδας, τη γλωττίδα, επιγλωττίδα
- ikrzyć στα ελληνικά - γεννοβολώ, γεννώ
Τυχαίες λέξεις
Wybudować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίζω, μπόι, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: χτίζω, μπόι, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει