Wybudować στα ελληνικά

Μετάφραση: wybudować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίζω, μπόι, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Wybudować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • debiutant στα ελληνικά - πουλάρι, debutant
  • dowcipny στα ελληνικά - σπιρτόζος, πνευματώδης, ευτράπελος, αστείος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, ...
  • głośnia στα ελληνικά - γλωττίδα, γλωττίδας, της γλωττίδας, τη γλωττίδα, επιγλωττίδα
  • ikrzyć στα ελληνικά - γεννοβολώ, γεννώ
Τυχαίες λέξεις
Wybudować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίζω, μπόι, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει