Wybudowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: wybudowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάστημα, κτήριο, μπόι, κορμοστασιά, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gotowanie στα ελληνικά - σιγοβράζω, υποθάλπω, μαγείρεμα, μαγειρέματος, το μαγείρεμα, μαγειρικής, μαγειρική
- grillowanie στα ελληνικά - ψήσιμο στη σχάρα, το ψήσιμο στη σχάρα, ψήσιμο, ψησίματος, ψήσιμο στο γκριλ
- innowator στα ελληνικά - νεωτεριστής, καινοτόμος, πρωτοπόρος, καινοτόμο, καινοτόμου
Τυχαίες λέξεις
Wybudowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάστημα, κτήριο, μπόι, κορμοστασιά, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: ανάστημα, κτήριο, μπόι, κορμοστασιά, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει