Wychowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wychowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, αναστηλώνω, τρέφω, θετός, σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, πισινός, εκπαιδεύω, μορφώνω, εκπαιδεύσει, εκπαίδευση των, εκπαιδεύσουν, να εκπαιδεύσει, εκπαιδεύσει τους
Wychowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cechować στα ελληνικά - σουσούμι, σημειώνω, αφιέρωμα, έχω, σημαίνω, χαρακτηριστικό, βαθμός, ...
  • chłodziarka στα ελληνικά - ψυγείο, ψυγείου, ψυγείων
  • draśnięcie στα ελληνικά - ξύνω, γρατσουνίζω, γρατσουνιά, αμυχή, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, ...
  • introligatorstwo στα ελληνικά - δεσμευτικός, δέσιμο, βιβλιοδεσία, βιβλιοδεσίας, βιβλιοδετική, τη βιβλιοδεσία, της βιβλιοδεσίας
Τυχαίες λέξεις
Wychowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, αναστηλώνω, τρέφω, θετός, σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, πισινός, εκπαιδεύω, μορφώνω, εκπαιδεύσει, εκπαίδευση των, εκπαιδεύσουν, να εκπαιδεύσει, εκπαιδεύσει τους