Wyciszać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyciszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, κουκουλώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyklina στα ελληνικά - αντίκλινο, αντικλινική, anticline, αντικλίνου
- celka στα ελληνικά - κελί, κύτταρο, κυττάρων, κυττάρου, κυτταρική
- dramatyzacja στα ελληνικά - δραματοποίηση, δραματοποίησης, η δραματοποίηση, τη δραματοποίηση, δραματουργία
- gwiazdorstwo στα ελληνικά - θέση προταγονιστού, καλλιτεχνικό στερέωμα, στερέωμα, καλλιτεχνικού στερεώματος, το καλλιτεχνικό στερέωμα
Τυχαίες λέξεις
Wyciszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, κουκουλώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Μεταφράσεις: πνίγω, κουκουλώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει