Wyczerpywać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyczerpywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαμηλός, ζουμί, μειώνω, εξαντλώ, χυμός, εξάτμιση, καταστρέφουν, μειώνουν, καταστρεφουν, μειώσουν, εξαντλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezceremonialny στα ελληνικά - αμβλύς, μονοκόμματος, απότομος, αυτοσχέδιος, αυθόρμητο, πρόχειρες, ελαφρότητα, ...
- desykant στα ελληνικά - αποξηραντικό, ξηραντικό, ξηραντικό μέσο, αποξηραντικού, ξηραντικού μέσου
- flacha στα ελληνικά - καράφα, κανάτα, λαγήνος, νταμιζάνα, flagon
- gadżet στα ελληνικά - Gadget, συσκευή, εργαλείο, του gadget, μικροεφαρμογή
Τυχαίες λέξεις
Wyczerpywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαμηλός, ζουμί, μειώνω, εξαντλώ, χυμός, εξάτμιση, καταστρέφουν, μειώνουν, καταστρεφουν, μειώσουν, εξαντλούν
Μεταφράσεις: χαμηλός, ζουμί, μειώνω, εξαντλώ, χυμός, εξάτμιση, καταστρέφουν, μειώνουν, καταστρεφουν, μειώσουν, εξαντλούν