Wydrwić στα ελληνικά
Μετάφραση: wydrwić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλευασμός, χλευάζω, ειρωνεία, χλεύη, χλευασμού, sneer, εμπαίζω
Μεταφράσεις
- abonent στα ελληνικά - συνδρομητής, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
- apoplektyczny στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
- dobry στα ελληνικά - σωστός, δικαίωμα, ήπιος, καλοκάγαθος, ευγενικά, είδος, ευγενικός, ...
- drzeworytnik στα ελληνικά - ξύλο, ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
Τυχαίες λέξεις
Wydrwić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλευασμός, χλευάζω, ειρωνεία, χλεύη, χλευασμού, sneer, εμπαίζω
Μεταφράσεις: χλευασμός, χλευάζω, ειρωνεία, χλεύη, χλευασμού, sneer, εμπαίζω