Wygłaszać στα ελληνικά
Μετάφραση: wygłaszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προφέρω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, μιλώ, φτιάχνω, κρένω, κάνω, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alkil στα ελληνικά - αλκυλο, αλκύλιο, αλκυλ, αλκυλίου, αλκύλ
- chrząstka στα ελληνικά - χόνδρου, χόνδρο, χόνδρος, χόνδρων, του χόνδρου
- dojrzałość στα ελληνικά - ήβη, ωριμότητα, λήξη, τη λήξη, ωριμότητας, ληκτότητα
- gruszkowaty στα ελληνικά - piriformis, απιοειδούς, απιοειδής, απιοειδούς μυός, απιοειδή
Τυχαίες λέξεις
Wygłaszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προφέρω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, μιλώ, φτιάχνω, κρένω, κάνω, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
Μεταφράσεις: προφέρω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, μιλώ, φτιάχνω, κρένω, κάνω, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν