Wyjaśniać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyjaśniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογαριασμός, αναφορά, σημασία, διευκρινίζω, ερμηνεύω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
Wyjaśniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekonometryczny στα ελληνικά - οικονομετρικές, οικονομετρική, οικονομετρικά, οικονομετρικών, οικονομετρικής
  • ekumenizm στα ελληνικά - οικουμενισμό, οικουμενισμός, τον Οικουμενισμό, οικουμενισμού, ο Οικουμενισμός
  • fiskalny στα ελληνικά - δημοσιονομικός, δημοσιονομική, δημοσιονομικής, φορολογικών, φορολογικής
  • frezowanie στα ελληνικά - άλεσμα, άλεσης, άλεση, αλέσεως, φρεζάρισμα
Τυχαίες λέξεις
Wyjaśniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογαριασμός, αναφορά, σημασία, διευκρινίζω, ερμηνεύω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί