Wykluwać στα ελληνικά
Μετάφραση: wykluwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επωάζω, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, μπουκαπόρτα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asymilacyjny στα ελληνικά - αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
- domyślnik στα ελληνικά - συνέπεια, υποδηλώνω, υπόνοια, υπαινιγμός, νύξη, επιπτώσεις, επίπτωση, ...
- dziejowy στα ελληνικά - ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
- izotop στα ελληνικά - ισότοπο, ισοτόπων, ισοτόπου, ισοτοπικές, ισοτόπων με
Τυχαίες λέξεις
Wykluwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επωάζω, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, μπουκαπόρτα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Μεταφράσεις: επωάζω, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, μπουκαπόρτα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται