Wykopać στα ελληνικά
Μετάφραση: wykopać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, νάρκη, κέντρισμα, σαρκασμός, ξεθάβω, νύξη, μεταλλείο, ανακαλύπτω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blefowanie στα ελληνικά - μπλόφα, μπλόφες, μπλοφάρει, μπλοφάρουν, η μπλόφα
- czerparka στα ελληνικά - εκσκαφέας, σέσουλα, ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς
- fetyszysta στα ελληνικά - φετίχ, φετιχιστή, φετιχιστής, φετιχιστικά, φετιχιστικού
- flegma στα ελληνικά - ροχάλα, φλέγμα, φλέγματος, phlegm, το φλέγμα, του φλέγματος
Τυχαίες λέξεις
Wykopać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, νάρκη, κέντρισμα, σαρκασμός, ξεθάβω, νύξη, μεταλλείο, ανακαλύπτω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: σκάβω, νάρκη, κέντρισμα, σαρκασμός, ξεθάβω, νύξη, μεταλλείο, ανακαλύπτω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει