Wykuwać στα ελληνικά
Μετάφραση: wykuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błahość στα ελληνικά - επιπολαιότητα, inconsequence
- choina στα ελληνικά - πεύκο
- dokonywanie στα ελληνικά - κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
- gupik στα ελληνικά - χρωματιστό ψαράκι, guppy
Τυχαίες λέξεις
Wykuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε
Μεταφράσεις: γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε