Wymacać στα ελληνικά
Μετάφραση: wymacać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφή, νιώθω, αισθάνομαι, χειροπιαστός, ψηλαφητός, ψηλαφητή, χειροπιαστή, ψηλαφητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aranżer στα ελληνικά - διευθετών, ενορχηστρωτής, arranger, οργανωτή έκδοσης, ενορχηστρωτή
- długowłosy στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μακρυμάλλης, μακριά μαλλιά, μακρυμάλλη, μακρύ τρίχωμα, μακρυμάλλες
- hultaj στα ελληνικά - μπερμπάντης, μόρτης, παλιάνθρωπος, varmint
- hura στα ελληνικά - ζήτω, Ζήτω το, hooray, ουρά
Τυχαίες λέξεις
Wymacać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφή, νιώθω, αισθάνομαι, χειροπιαστός, ψηλαφητός, ψηλαφητή, χειροπιαστή, ψηλαφητό
Μεταφράσεις: υφή, νιώθω, αισθάνομαι, χειροπιαστός, ψηλαφητός, ψηλαφητή, χειροπιαστή, ψηλαφητό