Wymiarkować στα ελληνικά
Μετάφραση: wymiarkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικασία, μαντεύω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- codziennie στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- geodynamika στα ελληνικά - γεωδυναμική, Γεωδυναμικό, Γεωδυναμικής, Γεωδυναμικού
- gąsienica στα ελληνικά - ταινία, κάμπια, Caterpillar, της Caterpillar, κάμπιας, η Caterpillar
- impuls στα ελληνικά - ορμή, παλμός, ώθηση, παρόρμηση, ώθησης, ώσης, άμεσης κατανάλωσης
Τυχαίες λέξεις
Wymiarkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικασία, μαντεύω
Μεταφράσεις: εικασία, μαντεύω