Wynagradzać στα ελληνικά
Μετάφραση: wynagradzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμείβω, ανταμοιβή, αμοιβή, αντισταθμίζω, πληρώνω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- braciszek στα ελληνικά - αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
- dawkomierz στα ελληνικά - δοσίμετρο, δοσομετρητής, τοποθέτηση δοσιμέτρων, δοσιμέτρου, δοσίμετρο που
- idylla στα ελληνικά - ειδύλλιο, Idyll, ειδυλλίου, ειδυλλιακή, ειδύλλιο του
Τυχαίες λέξεις
Wynagradzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμείβω, ανταμοιβή, αμοιβή, αντισταθμίζω, πληρώνω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Μεταφράσεις: αμείβω, ανταμοιβή, αμοιβή, αντισταθμίζω, πληρώνω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων