Wypracować στα ελληνικά

Μετάφραση: wypracować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδίζω, αναπτύσσομαι, περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, αναπτύσσω, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει
Wypracować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • algebra στα ελληνικά - άλγεβρα, άλγεβρας, την άλγεβρα, της άλγεβρας, αλγεβρικά
  • antychryst στα ελληνικά - αντίχριστος, Αντίχριστο, Αντίχριστου, Αντιχρίστου, antichrist
  • chusteczka στα ελληνικά - μαντήλι, μαντίλι, μαντιλιού, το μαντίλι, το μαντήλι
  • elektrotechnika στα ελληνικά - ηλεκτροτεχνικών, ηλεκτροτεχνίας, ηλεκτροτεχνικών εξαρτημάτων, ηλεκτροτεχνικά, ηλεκτροτεχνικά εξαρτήματα
Τυχαίες λέξεις
Wypracować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδίζω, αναπτύσσομαι, περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, αναπτύσσω, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει