Wyprasować στα ελληνικά
Μετάφραση: wyprasować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρεσάρω, πιέζω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abonować στα ελληνικά - προσφέρω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
- błotnisty στα ελληνικά - λασπώδης, λασπωμένος, ιλυώδης, θολός, λασπώδη, λασπωμένο
- czarowny στα ελληνικά - νεράιδα, γοητευτικός, σαγηνευτικός, λαμπερό, λαμπερή, γοητευτική
- epizodyczny στα ελληνικά - μικρός, επεισοδιακός, επεισοδιακή, επεισοδιακό, επεισοδική, επεισοδιακής
Τυχαίες λέξεις
Wyprasować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρεσάρω, πιέζω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Μεταφράσεις: πρεσάρω, πιέζω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου