Wypuścić στα ελληνικά

Μετάφραση: wypuścić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημοσιεύω, εξαπολύω, εκτοξεύω, κυκλοφορώ, καθελκύω, εκκρίνω, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Wypuścić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atawistyczny στα ελληνικά - αταβισμός, προγονισμός, αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
  • bergamota στα ελληνικά - περγαμότο, περγαμόντο, περγαμόντου, το περγαμόντο
  • ekonomiczny στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
  • fit στα ελληνικά - Fit, Προσαρμογή, Τοποθετήστε, κατάλληλα, κατάλληλο
Τυχαίες λέξεις
Wypuścić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, εξαπολύω, εκτοξεύω, κυκλοφορώ, καθελκύω, εκκρίνω, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση