Wypucować στα ελληνικά

Μετάφραση: wypucować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, λουστράρω, Απολέπιση, scrub, τρίβει, θαμνώνες, τρίψτε
Wypucować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cybuch στα ελληνικά - μίσχος, στέλεχος, στείρα, blowpipe, αυλός εμφύσησης, εμφύσηση με αυλό, λόγω σωλήνας εκφύσησης, ...
  • diana στα ελληνικά - Diana, Νταϊάνα, Ντιάνα, την Diana, Αρτέμιδος
  • doniczka στα ελληνικά - γλάστρα, γλάστρας, flowerpot, γλάστρες
  • igrać στα ελληνικά - παριστάνω, παίζω, έργο, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, παίξουν
Τυχαίες λέξεις
Wypucować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, λουστράρω, Απολέπιση, scrub, τρίβει, θαμνώνες, τρίψτε