Wyrodnieć στα ελληνικά

Μετάφραση: wyrodnieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειροτερεύω, επιδεινώνω, εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Wyrodnieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achromatyczny στα ελληνικά - αχρώματος, αχρωστικός, αχρωματικος, achromatic, αχρωματικούς
  • bojler στα ελληνικά - καζάνι, καυστήρας, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
  • delimitacja στα ελληνικά - οριοθέτηση, οριοθέτησης, οριοθετήσεως, καθορισμός, την οριοθέτηση
  • drwina στα ελληνικά - παρωδία, κοροϊδία, χλευασμός, λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεία, λοιδορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Wyrodnieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειροτερεύω, επιδεινώνω, εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες