Wyrokować στα ελληνικά
Μετάφραση: wyrokować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικάζω, κριτής, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eksklamacja στα ελληνικά - επιφώνημα, επιφωνήματα, θαυμαστικά, τα θαυμαστικά, επιφωνημάτων, κραυγές
- eskalować στα ελληνικά - κλιμακώνομαι, κλιμακωθεί, κλιμακωθούν, κλιμακώνουν, κλιμακώνονται, κλιμακώνεται
- fizjologicznie στα ελληνικά - σωματικά, φυσιολογικώς, φυσιολογικά, τα φυσιολογικώς, τα φυσιολογικά, φυσιολογικός
- gościć στα ελληνικά - πανηγύρι, ευωχούμαι, φιλοξενώ, θεραπεύω, οικοδεσπότης, συμπόσιο, μεταχειρίζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Wyrokować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικάζω, κριτής, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: δικάζω, κριτής, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που