Wyryć στα ελληνικά
Μετάφραση: wyryć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαράζω, επιγράφω, αποτυχαίνω, αναγλυφοποίησης, ανάγλυφου, ανάγλυφου που, αναβαθμίδος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diagnostyczny στα ελληνικά - διαγνωστικός, διαγνωστικών, διαγνωστικές, διαγνωστική, διαγνωστικό
- dmuchawa στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, φυσητήρας, Ανεμιστήρας, φυσητήρα, Blower, ...
- interwencja στα ελληνικά - μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Τυχαίες λέξεις
Wyryć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαράζω, επιγράφω, αποτυχαίνω, αναγλυφοποίησης, ανάγλυφου, ανάγλυφου που, αναβαθμίδος
Μεταφράσεις: χαράζω, επιγράφω, αποτυχαίνω, αναγλυφοποίησης, ανάγλυφου, ανάγλυφου που, αναβαθμίδος