Wyrzeczenie στα ελληνικά

Μετάφραση: wyrzeczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκήρυξη, θυσία, αποποίηση, απάρνηση, θυσιάζω, παραίτηση, υπαναχωρήσεως
Wyrzeczenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biskupstwo στα ελληνικά - επισκοπή, επισκοπής, επισκοπική, έδρα επισκοπής, επισκοπικές
  • byle στα ελληνικά - τόσο, έτσι, κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • czarno στα ελληνικά - μαύρος, Μαύρο, Μαύρη, Μαύρης, της Μαύρης
  • dziwadło στα ελληνικά - φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός
Τυχαίες λέξεις
Wyrzeczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκήρυξη, θυσία, αποποίηση, απάρνηση, θυσιάζω, παραίτηση, υπαναχωρήσεως