Występować στα ελληνικά
Μετάφραση: występować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράξη, αστέρι, συμβαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζω, δώρο, φαίνομαι, διαφαίνομαι, πρωταγωνιστής, παρών, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autodestrukcja στα ελληνικά - αυτοκαταστροφής, αυτοκαταστροφή, την αυτοκαταστροφή, η αυτοκαταστροφή, της αυτοκαταστροφής
- dopełnieniowy στα ελληνικά - αντικειμενικός
- dyspozycyjny στα ελληνικά - ευκαμψία, διαθέσιμος, ευλυγισία, διαθέσιμο, μίας χρήσης, διαθέσιμου, μιας χρήσης, ...
- etos στα ελληνικά - ήθος, ήθους, το ήθος, δεοντολογία, ηθική
Τυχαίες λέξεις
Występować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράξη, αστέρι, συμβαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζω, δώρο, φαίνομαι, διαφαίνομαι, πρωταγωνιστής, παρών, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί
Μεταφράσεις: πράξη, αστέρι, συμβαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζω, δώρο, φαίνομαι, διαφαίνομαι, πρωταγωνιστής, παρών, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί