Wytrwałość στα ελληνικά
Μετάφραση: wytrwałość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρτερία, εμμονή, υπομονή, δυνάμεις, επιμέλεια, προσήλωση, επιμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archeologiczny στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
- barkowy στα ελληνικά - ομού, βραχίονος, βραχιονίου, βραχιόνιας, του βραχιονίου
- erotyzm στα ελληνικά - ερωτισμό, τον ερωτισμό
- harmonijny στα ελληνικά - αρμονικός, αρμονική, αρμονικής, αρμονικό, την αρμονική
Τυχαίες λέξεις
Wytrwałość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρτερία, εμμονή, υπομονή, δυνάμεις, επιμέλεια, προσήλωση, επιμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Μεταφράσεις: καρτερία, εμμονή, υπομονή, δυνάμεις, επιμέλεια, προσήλωση, επιμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής