Wytrzymałość στα ελληνικά

Μετάφραση: wytrzymałość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, αντίσταση, δυνάμεις, εμμονή, ρώμη, επιμονή, σχέση, αντοχή, στάση, δύναμη, ισχύς, αντοχής, ισχύ
Wytrzymałość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezgłośny στα ελληνικά - χαζός, μουγγός, σιωπηλός, σιωπηλή, αθόρυβη, σιωπηλό, σιωπηλοί
  • cetnar στα ελληνικά - καντάρι, εκατόκιλο, στατήρα, εκατό κιλά, quintal
  • gra στα ελληνικά - παριστάνω, παιχνίδι, αναπληρωματικός, έργο, παίζω, παιχνιδιού, το παιχνίδι, ...
  • gumka στα ελληνικά - γόμα, λαστιχένιος, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Τυχαίες λέξεις
Wytrzymałość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, αντίσταση, δυνάμεις, εμμονή, ρώμη, επιμονή, σχέση, αντοχή, στάση, δύναμη, ισχύς, αντοχής, ισχύ