Wytrzymały στα ελληνικά
Μετάφραση: wytrzymały, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απτόητος, επίμονος, ανθεκτικός, ανυποχώρητος, ακλόνητος, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chamski στα ελληνικά - αγροίκος, στριμμένος, βάναυσος, αγενές, αγενές εκ, αγενές να
- dekolt στα ελληνικά - ντεκολτέ
- elektroskop στα ελληνικά - ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσκοπίου
- głośnik στα ελληνικά - μεγάφωνο, ηχείο, ομιλητής, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
Τυχαίες λέξεις
Wytrzymały στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απτόητος, επίμονος, ανθεκτικός, ανυποχώρητος, ακλόνητος, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική
Μεταφράσεις: απτόητος, επίμονος, ανθεκτικός, ανυποχώρητος, ακλόνητος, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική