Wytwarzać στα ελληνικά
Μετάφραση: wytwarzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσκομίζω, γεννοβολώ, κατασκευάζω, γεννώ, σοδειά, παραγωγή, παράγω, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chrupanie στα ελληνικά - τραγάνισμα, γηπέδου, crunching, κριτσανίσματος, σπάει
- etnologia στα ελληνικά - εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
- figa στα ελληνικά - σύκα, σύκο, εικ, Σχ, Σχήμα, Το Σχ
- infekować στα ελληνικά - μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Τυχαίες λέξεις
Wytwarzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσκομίζω, γεννοβολώ, κατασκευάζω, γεννώ, σοδειά, παραγωγή, παράγω, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Μεταφράσεις: κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσκομίζω, γεννοβολώ, κατασκευάζω, γεννώ, σοδειά, παραγωγή, παράγω, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί