Wyznaczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: wyznaczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανέμω, ορίζω, ντιβάνι, στρώνω, κατανέμω, κοσμικός, ξαπλώνω, φτιάχνω, αναθέτω, καναπές, αποδίδω, ανάκλιντρο, διορίζω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezszypułkowy στα ελληνικά - άμισχος, άμισχων, άμισχο, sessile, άμισχα
- bisować στα ελληνικά - επαναλαμβάνω, καλώ πάλι, encore, το Encore, Η Encore, την Encore
- brzemienność στα ελληνικά - κύηση, εγκυμοσύνη, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
- infradźwięk στα ελληνικά - Υπόηχος, infrasound, υπόηχων, υποήχων, υπόηχους
Τυχαίες λέξεις
Wyznaczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανέμω, ορίζω, ντιβάνι, στρώνω, κατανέμω, κοσμικός, ξαπλώνω, φτιάχνω, αναθέτω, καναπές, αποδίδω, ανάκλιντρο, διορίζω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Μεταφράσεις: διανέμω, ορίζω, ντιβάνι, στρώνω, κατανέμω, κοσμικός, ξαπλώνω, φτιάχνω, αναθέτω, καναπές, αποδίδω, ανάκλιντρο, διορίζω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν