Wzbogacić στα ελληνικά

Μετάφραση: wzbogacić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπλουτίζω, βελτιώνω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
Wzbogacić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czterdziesty στα ελληνικά - τεσσαρακοστός, τεσσαρακοστή, τεσσαρακοστό, τεσσαρακοστού, τεσσαρακοστά
  • forsować στα ελληνικά - αυξάνω, βία, ενισχύω, σπρώχνω, δύναμη, εξαναγκάζω, ανεβάζω, ...
  • heparyna στα ελληνικά - ηπαρίνη, ηπαρίνης, της ηπαρίνης, η ηπαρίνη, την ηπαρίνη
  • hybryda στα ελληνικά - υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδικού
Τυχαίες λέξεις
Wzbogacić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπλουτίζω, βελτιώνω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την