Εμπλουτίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubogacić, wzbogacać, usprawniać, ulepszyć, użyźniać, ubogacać, wzbogacić, bogacić, wzbogacenia, wzbogacają
Εμπλουτίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, εμπλουτίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα πολωνικά - pociągać, angażować, wciągać, komplikować, wplątać, obejmować, wmieszać, ...
  • εμπλέκω στα πολωνικά - wmieszać, włączać, wikłać, wskazywać, implikować, komplikować, wciągać, ...
  • εμπνέω στα πολωνικά - powdychać, rozmiłować, zainspirować, wdychać, podsunąć, pobudzać, tchnąć, ...
  • εμποδίζω στα πολωνικά - bariera, uniemożliwić, palestra, takt, pręt, bar, rogatka, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ubogacić, wzbogacać, usprawniać, ulepszyć, użyźniać, ubogacać, wzbogacić, bogacić, wzbogacenia, wzbogacają