Wznieść στα ελληνικά

Μετάφραση: wznieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορμοστασιά, αναστηλώνω, μεταρσιώνω, ανεγείρω, ορθώνω, χτίζω, μπόι, ανάστημα, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Wznieść στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezruch στα ελληνικά - σιγή, αδράνεια, ακινησία, ακινησίας, την ακινησία, στασιμότητα, η ακινησία
  • dorozumieć στα ελληνικά - συμπεραίνω, εικασία, μαντεύω
  • dotować στα ελληνικά - επιδοτώ, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδότηση, επιδοτήσουν, επιδοτεί
  • inseminacja στα ελληνικά - γονιμοποίηση, σπερματέγχυση, γονιμοποίησης, σπερματέγχυσης, γονιμοποιήσεως
Τυχαίες λέξεις
Wznieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορμοστασιά, αναστηλώνω, μεταρσιώνω, ανεγείρω, ορθώνω, χτίζω, μπόι, ανάστημα, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση