Zaaprobować στα ελληνικά

Μετάφραση: zaaprobować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδοκιμάζω, εγκρίνω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Zaaprobować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bijatyka στα ελληνικά - συμπλέκομαι, μάχη, καταπολεμώ, μάχομαι, φιλονικία, καυγάς, συμπλοκή, ...
  • esperantysta στα ελληνικά - εσπεραντιστή
  • figurować στα ελληνικά - αριθμός, πρόσωπο, εικόνα, φιγούρα, Σχήμα, Το Σχήμα
  • instruowanie στα ελληνικά - εντολή, οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, διδασκαλίας
Τυχαίες λέξεις
Zaaprobować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδοκιμάζω, εγκρίνω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν