Zachodzić στα ελληνικά

Μετάφραση: zachodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορισμένος, συμπίπτω, τοποθετώ, επικαλύπτω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης
Zachodzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amina στα ελληνικά - αμίνη, αμίνης, αμινο, αμινών
  • bezradność στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμίας, ανικανότητας, απελπισίας, της αδυναμίας
  • cudzołożyć στα ελληνικά - πορνεύω, μοιχεύονται, πορνεύουν, τοξοειδείς
  • hemina στα ελληνικά - αιμίνη, αίμη, αιμίνης, αιμίνη που
Τυχαίες λέξεις
Zachodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορισμένος, συμπίπτω, τοποθετώ, επικαλύπτω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης