Zachować στα ελληνικά
Μετάφραση: zachować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφεδρικός, παρακρατώ, διατηρώ, κρατώ, συντηρώ, παρακαταθήκη, διασώζω, αποταμιεύω, εκτός, εξακολουθώ, κατακρατώ, αποκρούω, εφεδρεία, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absurdalny στα ελληνικά - γελοίος, περίγελος, παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
- atramentowy στα ελληνικά - μελανώδης, μελανωμένος, inky, μελανά, τα μελανωμένος
- chan στα ελληνικά - χάνι, Khan, Χαν, χάνο, χάνος
- izobaryczny στα ελληνικά - ισοβαρής, ισοβαρικές, ισοβαρικών, ισοβαρική, ισοβαρικό
Τυχαίες λέξεις
Zachować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφεδρικός, παρακρατώ, διατηρώ, κρατώ, συντηρώ, παρακαταθήκη, διασώζω, αποταμιεύω, εκτός, εξακολουθώ, κατακρατώ, αποκρούω, εφεδρεία, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Μεταφράσεις: εφεδρικός, παρακρατώ, διατηρώ, κρατώ, συντηρώ, παρακαταθήκη, διασώζω, αποταμιεύω, εκτός, εξακολουθώ, κατακρατώ, αποκρούω, εφεδρεία, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει