Zakłopotać στα ελληνικά

Μετάφραση: zakłopotać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαστίζω, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Zakłopotać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berkel στα ελληνικά - Berkel, το Berkel
  • chichotanie στα ελληνικά - νευρικό γέλιο, χαζογελώ, κιχλίζω, giggle, γελάκι
  • dekolonizacja στα ελληνικά - αποαποικιοποίηση, αποαποικιοποίησης, κατάργηση του αποικιοκρατικού καθεστώτος, της αποαποικιοποίησης
  • geomagnetyczny στα ελληνικά - γεωμαγνητικός, γεωμαγνητική, γεωμαγνητικές, γεωμαγνητικό, γεωμαγνητικού
Τυχαίες λέξεις
Zakłopotać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαστίζω, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση