Zależność στα ελληνικά

Μετάφραση: zależność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτηση, υπακοή, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
Zależność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amperosekunda στα ελληνικά - αμπέρ, τιμή αμπέρ, ampere, τιμή σε Αμπέρ, ένταση σε αμπέρ
  • ekskluzywny στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
  • gorszyć στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
  • integrować στα ελληνικά - ενσωμάτωση, ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
Τυχαίες λέξεις
Zależność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτηση, υπακοή, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης