Zaopatrzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: zaopatrzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδοση, κατάλυμα, παραλαβή, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, χορήγηση, παροχή, τροφοδοσία, στέγαση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archaiczny στα ελληνικά - αρχαίος, αναρχικός, απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, ...
- gazik στα ελληνικά - τζιπ, γάζα, γάζας, γάζες, μεταλλικά, πλέγμα
- huba στα ελληνικά - κεντρικό σημείο, Hub, Ταμπλό, διανομέα, κομβικό σημείο
- instalacyjny στα ελληνικά - Η εγκατάσταση, την εγκατάσταση, της εγκατάστασης, Η τοποθέτηση, Η εγκατάσταση του
Τυχαίες λέξεις
Zaopatrzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδοση, κατάλυμα, παραλαβή, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, χορήγηση, παροχή, τροφοδοσία, στέγαση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Μεταφράσεις: παράδοση, κατάλυμα, παραλαβή, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, χορήγηση, παροχή, τροφοδοσία, στέγαση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας