Τροφοδοσία στα πολωνικά
Μετάφραση: τροφοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaopatrzenie, gastronomia, wyżywienie, catering, gastronomii, gastronomicznych
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοσία
τροφοδοσία χώρων μαζικής εστίασης, τροφοδοσία πλοίων, τροφοδοσία με μπουκάλι, τροφοδοσία με σιρόπι, τροφοδοσία ξενοδοχείων, τροφοδοσία λεξικό γλώσσας πολωνικά, τροφοδοσία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- τροφαντός στα πολωνικά - tyć, tęgi, brzuchaty, tłusty, pulchny, korpulentny, zaokrąglony, ...
- τροφικός στα πολωνικά - pokarmowy, pożywny, odżywczy, odżywcza, odżywcze, odżywczą
- τροφοδοτώ στα πολωνικά - paliwo, dożywianie, karmić, tankować, żywić, zasilać, odkarmić, ...
- τροφοδότης στα πολωνικά - aprowizator, dostawca, żywieniowiec, dostawczyni, dostarczyciel, caterer, zakład żywienia, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοσία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zaopatrzenie, gastronomia, wyżywienie, catering, gastronomii, gastronomicznych
Μεταφράσεις: zaopatrzenie, gastronomia, wyżywienie, catering, gastronomii, gastronomicznych