Zaowocować στα ελληνικά

Μετάφραση: zaowocować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπτωση, αποτέλεσμα, έκβαση, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Zaowocować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egzorcyzm στα ελληνικά - εξορκισμός, εξορκισμό, εξορκισμού, τον εξορκισμό, εξορκισμών
  • epigon στα ελληνικά - οπαδός, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
  • finansjera στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, χρηματοδότες, Οικονομολόγοι, χρηματοδοτών, χρηματιστές
Τυχαίες λέξεις
Zaowocować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπτωση, αποτέλεσμα, έκβαση, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος